- εὐθύπλοος
- εὐθῠ-πλοος, ον, [var] contr. [suff] εὐθῠ-πλους, ουν,A sailing straight, Str.6.3.7 (dub. l.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
εὐθύπλοος — sailing straight masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευθύπλοος — οη, οο και ευθύπλους, ουν (ΑΜ εὐθύπλους, ουν και εὐθύπλοος, οον) αυτός που πλέει κατευθείαν νεοελλ. το αρσ. ως ουσ. ο ευθύπλους η ευθυπλοΐα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ * + πλους < πλέω] … Dictionary of Greek